εμετίνη

εμετίνη
Αλκαλοειδές του τύπου C29H40O4N2, που λαμβάνεται από τις ρίζες ιπεκακουάνα. Σχηματίζει μια άσπρη, άμορφη σκόνη, που έχει σημείο τήξης 74°C, είναι λίγο διαλυτή στο νερό και ευδιάλυτη στην αλκοόλη, στον αιθέρα ή στο χλωροφόρμιο. Η ε. χρησιμοποιείται στην ιατρική ως εμετικό και αποχρεμπτικό. Το υδροχλωρικό της άλας χρησιμοποιείται ως αμοιβαδοκτόνο και κατά της δυσεντερίας και των αιμοπτύσεων.
* * *
η
εμετικό και αποχρεμπτικό φάρμακο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουραγωγός — (οοραγωγός η ιπεκακουάνα). Φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ριζωματώδες, ημιαναρριχώμενο, αυτοφυές στα δάση της Βραζιλίας. Τα αντίθετα αειθαλή φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια και ελαφρά χνουδωτά στην κάτω. Τα …   Dictionary of Greek

  • σεκολογανίνη — η, Ν βιολ. μονοτερπενικός ετεροζίτης που σχηματίζεται με οξειδωτική διάσπαση τού λογκανοζίτη στα φυτά και αποτελεί πρόδρομη ουσία τών αλκαλοειδών που συγγενεύουν με την εμετίνη, την αγμαλίνη, τη στρυχνίνη και την κινίνη, αλλ. σεκολαγανοζίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”